βαθμοῦ

βαθμοῦ
βαθμός
step
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • αντίστροφος — (Μαθημ.).Έστω α ένας, διαφορετικός από τον 0, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός. Είναι γνωστό τότε ότι υπάρχει ακριβώς ένας β, πραγματικός (ή μιγαδικός) αριθμός με: β·α = α·β = 1. O β ονομάζεται ο α. του α και συμβολίζεται είτε με α 1 (διαβάζεται …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • επιφάνεια — I (Γεωμ.). Όρος που χαρακτηρίζει για τον συνηθισμένο χώρο κάθε σύνολο από σημεία (x, ψ, z) του χώρου με x = x (u, υ), ψ = ψ (u, υ), z = z (u, υ), όπου οι συναρτήσεις: (1) χ (u, υ), ψ (u, υ), z (u, υ) νοούνται ορισμένες σε ένα υποσύνολο του… …   Dictionary of Greek

  • μιγαδικοί αριθμοί — Αριθμοί που αποτελούνται από πραγματικές και φανταστικές μονάδες. Είναι γνωστό ότι η εξίσωση αx = β (πρώτου βαθμού), όπου α, β είναι ρητοί αριθμοί και α ≠ 0, έχει μία και μόνο μία λύση. Αυτό ισχύει, γενικότερα, και στην περίπτωση, που οι α, β… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • γραμμικός — Στην αλγεβρική ανάλυση ο όρος χαρακτηρίζει κάθε έκφραση, που έχει τη μορφή πολυωνύμου πρώτου βαθμού με μία ή περισσότερες μεταβλητές. Συνεκδοχικά κάθε εξίσωση 1ου βαθμού με έναν άγνωστο ονομάζεται γραμμική. Έτσι η 3x + 1 = 0 είναι μία γ. εξίσωση …   Dictionary of Greek

  • κυβικός — Όρος των μαθηματικών, που χρησιμοποιείται σε πολλές περιπτώσεις χαρακτηρισμού: κ. πολυώνυμο. Έτσι ονομάζεται κάθε πολυώνυμο τρίτου βαθμού. κ. εξίσωση. Έτσι ονομάζεται κάθε εξίσωση τρίτου βαθμού αx3 + βx2 + γx + δ = 0 με α ≠ 0. κ. καμπύλη. Έτσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”